νέκυς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νέκυς, γενική: νέκυος, αρσενικό
- ο νεκρός
- (στον πληθυντικό) οι ψυχές των νεκρών
- νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα (Οδύσσεια λ 29)
- (ως επίθετο) νεκρός
- ἐχθρὸν νέκυν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- νεκυαγωγή
- νεκυαγωγός
- νεκυάμβατος
- νεκυδαίμων
- νεκύδαλος
- νεκυηγός
- νεκυηδόν
- νεκυηπόλος
- νέκυια
- νεκυϊκός
- νεκυϊσμός
- νεκυοδαίμων
- νεκυομαντεία
- νεκυομαντεῖον
- νεκυομαντικός
- νεκυόμαντις
- νεκυοπομπός
- νεκυοστόλος
- νεκύσια
- Νεκύσιος
- νεκυσσόος
- νεκυώριον
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883