ξάγιαζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ξάγιαζα

  • α' ενικό παρατατικού του ρήματος ξαγιάζω