ξάδικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξάδικο < ξε + άδικο (κατά το λέω-ξελέω κλπ.)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξάδικο ουδέτερο

  • κυρίως μόνο στη φράση άδικο-ξάδικο, αντίθετο του άδικου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]