ξάνιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξάνιον < ξαίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξάνιον ουδέτερο
- λανάρα, μηχανισμός σαν χτένα κατά την κατεργασία μαλλιού ή καννάβεως ή του λίνου για να αποχωριστούν τα νήματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξάνιον
|