ξέκλωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ξέκλωνο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ξέκλωνος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ξέκλωνος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξέκλωνο ουδέτερο
- (ικαριώτικα) το άκρο του κλώνου ενός δέντρου