ξένοιαστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξένοιαστα < ξένοιαστος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ξένοιαστα
- ξέγνοιαστα, με τόρπο ανέμελο, χωρίς σκοτούρες και ευθύνες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξένοιαστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ξένοιαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξένοιαστο