ξέπασχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkse.pa.sxa/
Επίρρημα
[επεξεργασία]ξέπασχα
- (λαϊκότροπο) μετά το Πάσχα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη απόπασχα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξέπασχα
|