ξέπνοα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξέπνοα < ξέπνοος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ξέπνοα
- χωρίς ένταση, χωρίς δυνάμεις
- ...μιλούσε ξέπνοα, νόμιζα ότι ήταν στα τελευταία της
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξέπνοα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ξέπνοα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξέπνοο