ξέσκεπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξέσκεπα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
[επεξεργασία]ξέσκεπα
- απροκάλυπτα, χωρίς ευγένεια
- Της έρριχνε κατάμουτρα την ταπεινή καταγωγή της και της έδειχνε ξέσκεπα πως του ήταν βάρος μέσα στο σπίτι (Ανδρέας Καρκαβίτσας, "Ο αρχαιολόγος")
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξέσκεπα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ξέσκεπα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξέσκεπο