ξέστηθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ξέστηθος, -η, -ο
- που έχει το στήθος γυμνό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη στήθος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξέστηθος
|