ξέφραγο αμπέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ξέφραγο αμπέλι ουδέτερο
- (σκωπτικό) για ελλειπή μέτρα ασφάλειας χώρων, διαδικασιών, λειτουργίας υπηρεσιών, περιορισμένων ελέγχων κ.λπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξέφραγο αμπέλι
|