ξέχωρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξέχωρα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
[επεξεργασία]ξέχωρα
- χώρια, εκτός από, ανεξάρτητα
- ξέχωρα από το αποτέλεσμα, σημασία έχει η προσπάθεια
- χώρια, ξεχωριστά
- ※ Αντιλαμβανόταν πλήρως πως σ' ένα θάλαμο τριάντα ατόμων η μοναδική εφημερίδα δε γινόταν να διαβαστεί από τον καθένα ξέχωρα. (Μάριος Χάκκας, Το σινεμά)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξέχωρα
|