οίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οίδα < αρχαία ελληνική οἶδα
Ρήμα
[επεξεργασία]οίδα
- (αρχαιοπρεπές) γνωρίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οίδα
→ δείτε τη λέξη γνωρίζω |