οίμοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οἴμοι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οίμοι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἴμοι < οἴ + μοι (προσωπική αντωνυμία) < (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈi.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οί‐μοι

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

οίμοι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]