ογκανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ογκανίζω < αρχαία ελληνική ὀγκάομαι/ὀγκῶμαι

ογκανίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]