πάμμαυροι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpa.ma.vɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πάμ‐μαυ‐ροι
- ομόηχο: πάμμαυρη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πάμμαυροι
- (παρωχημένο) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του πάμμαυρος