πάντρεψα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πάντρεψα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος παντρεύω