πάρκιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πάρκιν < αγγλική parking

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πάρκιν ουδέτερο άκλιτο