πάσπαλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πασπάλη

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πάσπαλη < πασπάλη με μετακίνηση τόνου < αρχαία ελληνική πασπάλη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpa.spa.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐σπα‐λη
τονικά παρώνυμα: πασπάλη, πασπάλι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πάσπαλη ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]