πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται (ελληνιστική κοινή) < → δείτε τις λέξεις πάσσαλος, πασσάλῳ, ἐκκρούω και ἐκκρούεται

Έκφραση

[επεξεργασία]

πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται (ελληνιστική κοινή)