προκολομβιανά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προκολομβιανά < προκολομβιανός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]προκολομβιανά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προκολομβιανά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]προκολομβιανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προκολομβιανός