προσκτώμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσκτώμαι < αρχαία ελληνική προσκτάομαι / προσκτῶμαι < πρός + κτάομαι / κτῶμαι
Ρήμα
[επεξεργασία]προσκτώμαι
- (αρχαιοπρεπές) αποκτώ κάτι επιπλέον, προσθέτοντάς στις κτήσεις μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσκτώμαι
|