προσόδιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσόδιον < αρχαία ελληνική προσόδιον[1], ουδέτερο του προσόδιος[1] < πρός + ὁδός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσόδιον ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 προσόδιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.