προτελευτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προτελευτώ < ελληνιστική κοινή προτελευτάω / προτελευτῶ < αρχαία ελληνική τελευτάω / τελευτῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]προτελευτώ
- (καθαρεύουσα) πεθαίνω πριν από κάτι άλλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προτελευτώ
|