προχέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προχέω < προ- + χέω

προχέω

  1. χύνω προς τα εμπρός, μπροστά
  2. (μεταφορικά) ξεχύνομαι