ρέπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρέπος < αγγλική repos, πληθυντικός αριθμός του repo < repurchase + agreement
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρέπος ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία) συμφωνία επαναγοράς: συμφωνία δύο μερών για την πώληση ενός (κρατικού ή ιδιωτικού) χρεογράφου, κατά την οποία ο πωλητής προσυμφωνεί να το επαναγοράσει σε ορισμένο χρονικό διάστημα και σε προσυμφωνημένη τιμή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)