ρίφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρίφι < υποκοριστικό ἐρίφιον < αρχαία ελληνική ἔριφος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρίφι ουδέτερο

  1. (κρητικά) η νεαρή αίγα, όχι το κρέας του ζώου.
  2. (κυπριακά) το κατσικάκι γάλακτος
  3. (κυπριακά) ο αφελής