ρίχνω στον αέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρίχνω στον αέρα < → δείτε τη λέξη ρίχνω (εννοείται μια πιστολιά), στον & αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας
Έκφραση
[επεξεργασία]ρίχνω στον αέρα
- πυροβολώ για εκφοβισμό, προειδοποιητικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρίχνω στον αέρα
|