ραβί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ραβί < ελληνιστική κοινή ῥαββί < αρχαία εβραϊκή רבי (rabbi) (rebbe "κύριος, δάσκαλος" + -i "μου")

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɾaˈvi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ραβί αρσενικό άκλιτο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]