ραβί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραβί < ελληνιστική κοινή ῥαββί < αρχαία εβραϊκή רבי (rabbi) (rebbe "κύριος, δάσκαλος" + -i "μου")
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραβί αρσενικό άκλιτο
- (ιουδαϊσμός) εβραίος ερμηνευτής του νόμου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ιουδαϊσμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)