σάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σάζω < Δείτε και μεσαιωνικό {λ|'σάζω|gkm}} → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]σάζω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του σιάζω
Κλίση
[επεξεργασία]- όπως σιάζω