σάλια μπάλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σάλια μπάλια < προέλευσης από τη βενετική saliabalole (βιαστικά, τσαπατσούλικα)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsa.ʎa ˈba.ʎa/
Έκφραση
[επεξεργασία]σάλια μπάλια
- (ιδιωματικό) λόγια χωρίς ουσία, ασήμαντα
Πηγές
[επεξεργασία]- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 268.