σάμισεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σάμισεν < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 三味線 (shamisen)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σάμισεν ουδέτερο άκλιτο
σάμισεν ουδέτερο άκλιτο