σάμπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σάμπα < αγγλική samba < πορτογαλική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σάμπα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]