σάνκιμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σάνκιμ < (άμεσο δάνειο) τουρκική sankim [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsan.cim/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σάν‐κιμ
Επίρρημα
[επεξεργασία]σάνκιμ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 269.