σάντολος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σάντολος < ιταλική santolo (νονός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σάντολος αρσενικό

※  Μια φορά κι έναν καιρό ήτονε ‘νας γέρος και του ζητήξανε να βαφτίσει ένα γ-κοπέλι. Πραγματικά ο γέρος εδέχτηκε και το βάφτισε. Όντεν ετελείωσε το μυστήριο ο σάντολος έδωκε την ευκή ν-του στον καινούργιο φιλιότσο να του μοιάσει. (Ο φιλιότσος [1])