σάρακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σάρακας < από την αιτιατική "σάρακα" του ελληνιστικού σάραξ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σάρακας αρσενικό

  1. το σαράκι
  2. είδος πριονιού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]