σάρωθρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
αυτοσχέδιο σάρωθρο από κλαδιά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σάρωθρο < σαρώνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σάρωθρο ουδέτερο

  1. η σκούπα (συνήθως η φτιαγμένη από κλαδιά).
    Πάρε το σάρωθρο κι άρχιζε να σκουπίζεις.
  2. μηχάνημα καθαρισμού
    Νέο επαναφορτιζόμενο σάρωθρο για επαγγελματίες χρήστες.
  3. όχημα καθαρισμού δρόμων, κήπου κ.λ.π.
    Σάρωθρο δρόμων και πλατειών.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]