σέβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σέβω < λείπει η ετυμολογία

σέβω, παθητική φωνή: σέβομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Διαφορετικό το σεβαίνω < εἰσβαίνω