σέντερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σέντερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική sender

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σέντερ αρσενικό, άκλιτο

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.