σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
- αναφέρεται σε τυφλή, πειθήνια υποταγή κυρίως σε αυθαιρεσίες.
- τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
|