σήκω σήκω, κάτσε κάτσε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σήκω σήκω, κάτσε κάτσε, < → δείτε τις λέξεις σήκω και κάτσε.

Έκφραση

[επεξεργασία]

σήκω σήκω, κάτσε κάτσε

  • αναφέρεται σε τυφλή, πειθήνια υποταγή κυρίως σε αυθαιρεσίες.
    τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]