σπιτώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπιτώνω < σπίτι + -ώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spiˈto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπι‐τώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

σπιτώνω (παθητική φωνή: σπιτώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά, λαϊκότροπο, σπάνιο) παρέχω σε κάποιον σπίτι, για να μένει
     συνώνυμα: στεγάζω
  2. (μεταφορικά, λαϊκότροπο) παρέχω συγκατοίκηση ή εξασφαλίζω χώρο κατοίκησης σε άτομο με το οποίο έχω παράνομη ερωτική σχέση

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]