σύμφωνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsiɱ.fo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύμ‐φω‐να

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύμφωνα < σύμφων(ος) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

σύμφωνα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

σύμφωνα ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σύμφωνα

  1. αιτιατική ενικού του σύμφωνος, αρσενικό
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σύμφωνο, ουδέτερο του σύμφωνος