τάκκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τάκκος < ιταλική tacco (φτέρνα, σφήνα, στιλέτο, τακκούνι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τάκκος αρσενικό

  1. (κυπριακά) τάκος
  2. (κυπριακά) (κατ’ επέκταση) τρίποδας εργασίας, για ανύψωση αυτοκινήτου
  3. (κυπριακά) (μεταφορικά) πανέμορφη γυναίκα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]