τάλε κουάλε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τάλε κουάλε < (άμεσο δάνειο) ιταλική tale quale (αυτός ο οποίος) < λατινική talis qualis
Επίθετο
[επεξεργασία]τάλε κουάλε άκλιτο
- ολόιδιος, πανομοιότυπος, ακριβώς ίδιος, φτυστός, όμοιος, παρόμοιος
- η προηγούμενη κατάσταση και η σημερινή είναι τάλε κουάλε
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τάλε κουάλε