τέκμαρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τέκμαρ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τέκμαρ και τέκμωρ

  1. τέλος, διαχωριστική γραμμή, σκοπός
  2. σημάδι, δείγμα
    ※  εἶεν· τόδ᾽ ἐστὶ τἀνδρὸς ἐκφανὲς τέκμαρ (Αισχύλος, Ευμενίδες, στίχ. 244, 5ος αιώνας π.Χ.)
    Και βέβαια· να σημάδι φανερό του ανθρώπου (Ευμενίδες, Μετάφραση Ιωάννης Γρυπάρης κείμενο στη Βικιθήκη)
  3. σύμπτωμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]