τέμπλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τέμπλο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τέμπλον < (άμεσο δάνειο) λατινική templum (ναός, τέμενος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τέμπλον αρσενικό