φάσμα απορρόφησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φάσμα απορρόφησης < → δείτε τις λέξεις φάσμα και απορρόφηση
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]φάσμα απορρόφησης ουδέτερο
- (φυσική, χημεία, βιολογία, βοτανική) το μήκος κύματος του φωτός που απορροφάται από μια χρωστική ουσία, όπως π.χ. η χλωροφύλλη που απορροφά το ερυθρό και κυανό φως με συνέπεια να φαίνεται πράσινη.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φάσμα απορρόφησης
|