φέριμποτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φέριμποτ ουδέτερο άκλιτο
- αγγλόφωνος τρόπος προφοράς του οχηματαγωγού πλωτού σκάφους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- φέρι
φέριμποτ ουδέτερο άκλιτο