φέρμελη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φέρμελη < alb. fermeli
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φέρμελη θηλυκό
- γιλέκο με χρυσό διάκοσμο, συνοδευτικό της φουστανέλας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φέρμελη
|