φέρμελη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φέρμελη < alb. fermeli

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φέρμελη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]