φίτζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φίτζι ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Fijian language στην αγγλική Βικιπαίδεια
επίσης δείτε
- φίτζι χίντι - hif
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φίτζι